- ρημάδι
- το-ιού, και ρημαδιό, το ερείπιο, ανάξιο λόγου: Μάζεψε τα ρημάδια του κι έφυγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρημάδι — το, Ν 1. κτήριο ερειπωμένο και εγκαταλελειμμένο, χάλασμα, ερείπιο 2. (γενικά) α) καθετί το κατεστραμμένο ή εγκαταλελειμμένο ως ανάξιο λόγου («τα ρημάδια τής ζωής») β) καθετί το άχρηστο ή ενοχλητικό («τί τό θέλεις το ρημάδι;») 3. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
ερημάδιν — ἐρημάδιν και ὁρμάδι και ρημάδι, τὸ (Μ) 1. έρημος τόπος, ερημιά 2. αυτός που είναι κατεστραμμένος, «ρημάδι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημάδ ιον (< ερημάς, άδος). Ο τ. ορμάδι < ερημάδιν με τροπή τού ε σε ο υπό τη φωνητική επίδραση τού ρ και με σίγηοη… … Dictionary of Greek
ρημαδιακός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. ερειπωμένος, εγκαταλελειμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ρημαδιακό το ρημάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ακός (πρβλ. σημαδι ακός] … Dictionary of Greek
ρημαδιό — το, Ν 1. ρημάδι 2. τόπος γεμάτος με ερείπια, με χαλάσματα («η πόλη έγινε ρημαδιό από τον σεισμό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ιό (πρβλ. προξεν ιό)] … Dictionary of Greek
συνήχηση — η / συνήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνηχῶ] 1. γραμμ. η τυχαία ή σκόπιμη παράταξη λέξεων με ομόηχες συλλαβές, η παρήχηση, όπως λ.χ. ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος [Αλ. Ραγκαβής] ή τυφλός τά τ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ [Σοφ.] 2. (κυρίως στην αρχ.… … Dictionary of Greek
χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση … Dictionary of Greek
Ευστρατιάδης, Ευστράτιος — (1872 – 1946). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Διετέλεσε διευθυντής και χρονογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας Σκριπ. Έγραψε τα βιβλία Αξέχαστα, Η ζωή που περνά, Αράχνη, Το ρημάδι (βραβείο Ακαδημίας) κ.ά … Dictionary of Greek
ερείπιο — το 1. καθετί το καταστραμένο, αλλ. χάλασμα, ρημάδι, σαράβαλο. 2. στον πληθ., ερείπια λείψανα, απομεινάρια καταστραμμένου κτίσματος. 3. μτφ., για άνθρωπο, ο εξαντλημένος ψυχικά ή σωματικά: Έγινε ερείπιο από την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρημαδιακός, -ή — ό ερειπωμένος· το ουδ. ως ουσ., ρημαδιακό, το ρημάδι, ερείπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)